- στίγων
- στίγων, ωνος, ὁ,=A
στιγματίας 1.1
, Ar.Fr.97.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιγματίας 1.1
, Ar.Fr.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στίγων — στίγον point neut gen pl στίγος point masc gen pl στίγων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίγων — ωνος, ὁ, Α στιγματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ τού στίζω* (πρβλ. στίγ μα) + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. στίλβ ων)] … Dictionary of Greek
στίγωνες — στίγων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] … Dictionary of Greek